στεφοκόσμητος

στεφοκόσμητος
-ον, Μ
ο διακοσμημένος με στέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφος «στεφάνη, στέμμα» + -κόσμητος (< κοσμῶ), πρβλ. ευ-κόσμητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”